- απαγγελέω
- ἀπαγγελέω ιων. (Α)βλ. απαγγέλλω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπαγγελέω — ἀπαγγέλλω bring tidings fut ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) ἀπαγγελεύς masc acc sg (epic ionic) ἀπαγγελεύς masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… … Dictionary of Greek